χωλότητος

χωλότητος
χωλότης
lameness
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατειρωνεύομαι — (AM κατειρωνεύομαι) μεταχειρίζομαι ειρωνεία για να περιγελάσω ή να απατήσω κάποιον, ειρωνεύομαι υπερβολικά κάποιον, σκώπτω, περιπαίζω, χλευάζω («αὐτός... ἐπαύσατο φενακίζων καὶ κατειρωνευόμενος», Πλούτ.) αρχ. 1. προσποιούμαι, υποκρίνομαι 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”